- επιθυμίαμα
- ἐπιθυμίαμα, τὸ (Α)προσφορά θυμιάματος («στέφη λαβούσῃ κἀπιθυμιάματα», Σοφ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θυμίαμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιθυμίαμα — ἐπιθῡμίᾱμα , ἐπιθυμίαμα incense offering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθυμίασις — ἐπιθυμίασις, ἡ (Α) επιγρ. επιθυμίαμα … Dictionary of Greek
κἀπιθυμιάματα — ἐπιθῡμιά̱ματα , ἐπιθυμίαμα incense offering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμιάματα — ἐπιθῡμιά̱ματα , ἐπιθυμίαμα incense offering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)